- ποικιλότραυλος
- ποικῐλό-τραυλος, ον,A lisping in various notes,
μέλη Theoc.Ep. 4.10
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μέλη Theoc.Ep. 4.10
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποικιλότραυλος — ον, Α (για πτηνά) αυτός που τραυλίζει ποικιλοτρόπως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + τραυλός (πρβλ. υπό τραυλος)] … Dictionary of Greek
ποικιλότραυλα — ποικιλότραυλος lisping in various notes neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… … Dictionary of Greek